χιλιοπλάσιος
Смотреть что такое "χιλιοπλάσιος" в других словарях:
χιλιοπλάσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιοπλάσιος — ον, ΜΑ βλ. χιλιαπλάσιος … Dictionary of Greek
χιλιοπλασίων — χιλιοπλάσιος fem gen pl χιλιοπλάσιος masc/neut gen pl χιλιοπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιοπλασίως — χιλιοπλάσιος adverbial χιλιοπλάσιος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιοπλάσιον — χιλιοπλάσιος masc acc sg χιλιοπλάσιος neut nom/voc/acc sg χιλιοπλασίων masc/fem voc sg χιλιοπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιοπλάσιοι — χιλιοπλάσιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιοπλασίων — άσιον, Α χιλιοπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοπλάσιος + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο πλασ ίων)] … Dictionary of Greek
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
χιλιαπλάσιος — α, ο / χιλιοπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ ο χίλιες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από άλλον. επίρρ... χιλιαπλασίως / χιλιοπλασίως, ΝΜΑ, και χιλιαπλάσια Ν χίλιες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + πλάσιος*. Η μορφή χίλια τού α συνθετικού στον… … Dictionary of Greek